ὁριστός

ὁριστός
ὁρισ-τός, ή, όν,
A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al.
2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 ([place name] Cyrene).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οριστός — ὁριστός, ή, όν (Α) [ορίζω] 1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί 2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο …   Dictionary of Greek

  • ὁριστός — definable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστόν — ὁριστός definable masc acc sg ὁριστός definable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστοῖς — ὁριστός definable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστή — ὁριστός definable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστῷ — ὁριστός definable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευόριστος — εὐόριστος, ον (Α) 1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθ… …   Dictionary of Greek

  • ὁριστά — ὁριστά̱ , ὁριστής one who marks the boundaries masc nom/voc/acc dual ὁριστής one who marks the boundaries masc voc sg ὁριστής one who marks the boundaries masc nom sg (epic) ὁριστός definable neut nom/voc/acc pl ὁριστά̱ , ὁριστός definable fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁριστῶν — ὁριστής one who marks the boundaries masc gen pl ὁριστός definable fem gen pl ὁριστός definable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 …   Dictionary of Greek

  • φιλοριστία — ἡ, Α η τάση τού να δίνει κανείς ορισμούς («ἐπεὶ καὶ τοῡτον τὸν ἄνδρα... τὸ τῆς φιλοριστίας ἐπενείματο νόσημα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οριστία (< ὁριστός < ὁρίζω), πρβλ. ἀ οριστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”